Το Μεσολόγγι απόρθητο. Από την 25η Οκτωβρίου,του1822 το πολιορκούν 20.000 εχθροί, έφτασε ο Δεκέμβριος κι ακόμη να το κυριεύουν. Ήταν και χειμώνας. Το κρύο, οι ασθένειες, η δυσκολία του επισιτισμού, ταλάνιζαν τους Τούρκους. Οι πασάδες απελπίστικαν. Να μην μπορούν να πατήσουν ένα “φράχτη” ; Η μόνη λύσις ήταν η εκμετάλλευσις του αιφνιδιασμού. Ο Ομέρ Βρυώνης απεφάσισε να επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις, τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, πιστεύων ότι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στις εκκλησίες λόγω της εορτής και θα εγκατέλειπον σχεδόν αφύλακτη την πόλη.
Το κυριότερο δε σημείο του σχεδίου του ήταν ότι οι Τούρκοι θα κτυπούσαν στο ανατολικό πλευρό του τείχους όπου το μέρος ήταν αδύναμο και μάλιστα, θα κρύβονταν μέσα στα πυκνά βούρλα, 800 επίλεκτοι Τούρκοι, πάνοπλοι. Τα προετοίμασε τέλεια και περίμενε την στιγμή ,βέβαιος για την επιτυχία του. Ο Θεός των Ελλήνων όμως είχε άλλα σχέδια. Η Δόξα δεν είχε ακόμα έτοιμο το χρυσό στεφάνι για την Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου. Το μυστικό του Ομέρ Βρυώνη έφτασε στούς πολιορκημένους .Το κατήγγειλε στούς Έλληνες, ο περίφημος Ιωάννης Γούναρης, αν και ήτο βεβαία η θυσία της οικογενείας του, η οποία ήτο όμηρος των Τούρκων.
Ο Ιωάννης Γούναρης ήταν από τα Γιάννενα. Ευρίσκετο στο στρατόπεδο των Τούρκων, παρά την θέλησή του, ως κυνηγός των πασάδων. Σαν έμαθε το μυστικό του Ομέρ Βρυώνη, δεν δίστασε. Αυτό που είχε σημασία ήταν να σωθή το Μεσολόγγι. Πήρε το τουφέκι του και με το πρόσχημα του κυνηγίου, περιεφέρετο στις ακτές της Λιμνοθάλασσας και περίμενε εναγωνίως να φανεί ελληνικό πρυάριο. Και πράγματι ένα μονόξυλο, ερχόταν από το Αντιλικό και πήγαινε στο Μεσολόγγι. Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο που έπρεπε στην κατάλληλη ώρα. Ήταν ένας μοναχός και μάλιστα γραμματικός του καπετάν Μακρή. Παρέλαβε το φοβερό μυστικό και έσπευσε Ήταν ήδη παραμονή των Χριστουγέννων.
Η κρίσιμη ώρα πλησίαζε. Ο κίνδυνος προ των πυλών. Ήταν και το άλλο όμως. Απόψε βαθειά νύχτα, για να μην αντιληφθούν οι εχθροί, θα αναχωρούσαν 500 παλληκάρια, για να πολεμήσουν τους Τούρκους από αλλού για αντιπερισπασμό. Έτσι η φρουρά θα αδυνάτιζε πολύ. Έπρεπε να προλάβει. Έφτασε μεσάνυχτα στο Μεσολόγγι, έτρεξε στο σπίτι του καπετάν Μακρή και τον ξύπνησε. Γενικός συναγερμός. Ο κόσμος εξεγείροντο νυσταγμένοι και ρωτούσαν αν είναι ώρα για την εκκλησία. Αληθώς ήταν. Αλλά οι Ιερείς δεν θα λειτουργείσουν. “Πήγε ο Πρόεδρος στο Δεσπότη κι αποφάσισαν να μην ανοίξουν καθόλου τις εκκλησιές τη νύχτα. Μονοκκλησιά στην τάπια!
Όποιος έχει τουφέκι ας πάει να προσκυνήσει….” Ετούτα τα Χριστούγεννα του 1822 στο Μεσολόγγι, “η λειτουργία, όρθρος βαθύς, θα γίνη πάνω στις τάπειες Το “Δόξα εν υψίστοις” θα το ψάλλουν τα κανόνια και τα καριοφίλια. Τα γιαταγάνια θα ανάψουν για λαμπάδες. Αντί λιβάνι θα θυμιατίσουν με μπαρούτι. Κι ο μέγας αγιασμός θα ραντίσει όχι νερό, αίμα. Σμύρνα και χρυσός ήταν τα φημισμένα δώρα των Μάγων; Απόψε θα προσφέρουν οι Μεσολογγίτες πολυτιμότερα δώρα. Την πίστη και την αυταπάρνηση, σφραγισμένες με την τελευταία ρανίδα.”
Οι Ιερείς κλεισμένοι μέσα στους ναούς, προσεύχονταν ολομόναχοι για την πόλη και το γένος. Οι εκκλησίες όμως, ήταν φωταγωγημένες για λόγους σκοπημότητος. Και ενώ την ορισμένη ώρα οι καμπάνες διαλαλούσαν το χαρμόσυνο μήνυμα της Γεννήσεως του Θεανθρώπου, τα γυναικόπαιδα, ασφαλώς και ήλικιωμένοι, συνηθροίζοντο
θορυβωδώς εις τους παρά τους προμαχώνας μικρούς ναούς, να βλέπουν, να ακούν οι Τούρκοι και να πιστεύουν ότι το σχέδιό τους βαίνει καλώς.
Πάντες οι ένοπλοι, Μεσολογίτες και άλλοι Έλληνες, 2.500 πολεμιστές, η Φρουρά του Μεσολογγίου, επανήλθον εις τας ντάπιας των και ανέμενον τον εχθρόν. Και εν μέσω κωδωνοκρουσιών, τα παλληκάρια έλαβον θέσεις θυσίας πανηγυρικώς. Οι εναρμόνιοι ήχοι έφτασαν στον ουρανό. Πλήθος αγγέλων οι οποίοι πετούσαν για το Σπήλαιον της Γεννήσεως άκουσαν. Ένα μέρος απο το σμήνος ξέκοψαν και οι άγγελοι κατέβηκαν, πλάι στους λεβέντες μας έτοιμοι και εκείνοι για την μάχη της σωτηρίας του Μεσολογγίου.
Τι παράξενα Χριστούγεννα. Την ώρα που κατέβαινε το αστέρι της Γεννήσεως και γλυκολαλούσαν οι καμπάνες, άνοιξε το στόμιο του Άδου να καταπιεί το Μεσολόγγι. Άστραψε και βρόντηξε ο τόπος ως πέρα στην θάλασσα και επάνω στα υψηλά βουνά. Ξεπετάχτηκαν οι 800 διαλεχτοί με τα σπαθιά στα χέρια, μέσα από τα βούρλα, έστησαν σκάλες στην χαμηλή τάπια και ανέβαιναν θηριώδεις. Αλλά δεν μπορούσαν να σταθούν. Έπεφταν, άλλοι ζωντανοί και άλλοι σκοτωμένοι.
Η φοβερή μάχη, κράτησε τρείς ώρες με απανωτές επιθέσεις. Γύρο στον γύρο, ασταμάτητα. Υποχωρούσαν και ξαναέρχονταν. Τη θέση των κατακρημνισμένων την έπαιρναν άλλοι. Τους είχαν τάξει και οι πασάδες, γρόσια πολλά. Είχαν λάβει και προκαταβολή. Αλλά η φρουρά του Μεσολογγίου ακλόνητη, υπέρ βωμών και εστιών, αναχαίτιζαν τους εχθρούς που ορμούσαν με αλλαλαγμούς. Όταν όμως πήρε η ημέρα, ξεμέθυστοι στο φως, οι 300 μόλις εναπομείναντες Τούρκοι έφυγαν ντροπιασμένοι Η ήττα ήτο βαριά. Οι πασάδες, απ’ το κακό τους μαδούσαν τα γένια τους.
Το Μεσολόγγι εσώθη. Μα ούτε ένα φράχτη; Ούτε ξέφραγη αυλή όπου φρουρούν τα Ελληνόπουλα. Εμείς εχάσαμε τέσσερις ανθούς. Δύο Γαστουναίοι και δύο Μεσολογίτες. Τους πήραν όπως ήταν με τις ματωμένες φουστανέλες και τους εναπέθεσαν μέσα στον Ιερό Ναό. Όταν τελείωσε η λειτουργία της Γεννήσεως, έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία. “Τους ξεπροβόδισαν όλοι στο μακρινό τους ταξίδι και έλεγες πως δεν κατέβαιναν
στον Άδη παρά ξεκινούσαν και πήγαιναν στη Βηθλεέμ για να φέρουν στο μικρό Χριστό τ’ ατίμητα δώρα της φρουράς του Μεσολογγιού. Την πίστη και την αυταπάρνηση και τη Νίκη. “
Αληθώς. Οι άγγελοι, συμπαραστάτες της σωτηρίας του Μεσολογγίου, ελεύθεροι πλέον, κίνησαν μαζί με τα παλληκάρια μας για το Σπήλαιο της Γεννήσεως. Τώρα, στην Φάτνη, πλάι στο λίκνο Του, τέσσερις ολόλαμπροι αρματωμένοι, απόσπασμα της ηρωικής Φρουράς του Μεσολογγίου, στέκονται ευθυτενείς με όλα τα όπλα της υπερηφανειας των Ελλήνων. Άσε τους βοσκούς και τους Μάγους να σκύβουν.
Εμείς, δεν είναι μόνον, πού δεν ξέρουμε να τσακίζουμε την μέση μας, αλλά δεν αρέσει και στον Θεό μας. Τα Χριστούγεννα του 1822 στο Μεσολόγγι, η Νίκη στεφάνωσε τα όπλα των ηρώων. Τα νικητήρια των Ελλήνων,
εις τους αιώνας των αιώνων.
Επιμέλεια κειμένου, Δήμητρα Μαρμαρινού.