Ο ΤΑΚΗΣ  ΠΛΟΥΜΑΣ

0
Spread the love

Ένα ποίημα  περιγράφει την Ελλάδα στην καλύτερή της ώρα. Πανήγυρις από άκρη σε άκρη. Όπως, Λαμπρή και Άη Γιώργης. Και τι πρώτο να υμνήσεις,; Την τέχνη του λόγου, ή την αισθαντηκή ψυχή; Μια πρόσφατη ζωή σαν ζωγραφιά. Ένα κόσμημα για την χρυσή στιγμή. Δεν μπορείς. Όταν διαβάσεις
Μιλτιάδη Μαλακάση, χάνεις τα δικά σου λόγια. Σβήνονται στα βήματα του τελευταίου χορευτή.

Ο ΤΑΚΗΣ  ΠΛΟΥΜΑΣ

Στα παιδικά μου χρόνια, ο ποιό μεγάλος
αξάδερφός μου μ’ έπαιρνε μαζί
στα πανηγύρια,  που ήτανε παρ’άλλος
πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή.

Τι ωραίος! τον θυμούμαι, αστροβολούσε
καβάλα στο φαρί του, βυσινιά
φέρμελη χρυσοκέντητη εφορούσε ,
γιουρτάνια από βενέτικα φλουριά. 

Του καπετάν πασά φόραε την πάλα
και το χαρμπί του Μπότσαρη, και δυό
στης σέλας του ζερβόδεξα τη σπάλα
πιστόλια από τ’ Αλή το θησαυρό.

Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη
και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά
παραγγελιά άπ ‘Γιάννενα φερμένη ,
γαντζούδια πρεβεζάνικα ασημιά.

Έτσι σιαγμένος κι έχοντας στον ώμο
το καριοφίλι, χαίτη και λουριά
στο χέρι του, ελαμπάδιαζε το δρόμο ,
χυμώντας άπ’την πύλη την πλατιά.

Κι εγώ, λίγο ξωπίσω του, όλο θάμπος,
στο γρήγορο αλογάκι μου κι εγώ,
δυνόμουν να τον φτάνω, κι’ήμουν σάμπως
νά ‘χα φτερά, κορμάκι αερινό.

Κι’ως τρέχαμε, θυμάμαι, τα κλεισμένα
στο τουνεζί φεσάκι του σγουρά,
σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα
γνεφάκι απ’ αναμμένη θυμωνιά.

Κι ως πύρωνεν ακόμα στη φευγάλα
τρικυμισμένος κι’όλος μες το φως,
χρυσόχυτος μου έφάνταζε καβάλα ,
σαν τον Άι Γιώργη, λίγο ποιό μικρός.

Ω το λεβέντη του  Μεσολογγιού μας !
τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής!
Και να μετρώ και να’ναι ο Τάκης Πλουμας
τριαντα τρία χρόνια μες τη γης.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ  ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ.

error: Content is protected !!