
“Ολη τη νύχτα την παραμονή της μοιραίας εκείνης Τρίτης, 29 Μαΐου 1453 ο λαός αγρυπνούσε και προσευχόταν. Ο μεγαλομάρτυρας βασιλιάς κάλεσε τους αρχιερείς και τους κληρικούς να κάνουν δεήσεις στα τείχη, κρατώντας και την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας.Όταν τελείωσε η λιτανεία, ο λαός πήγε σύσσωμος στην Αγία Σοφία:
“Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης,
σημαίνουν τα επουράνια “,
θα τραγουδούσε αργότερα στο θρήνο της η λαϊκή μούσα. Και η Αγία Σοφία, η ιερή κιβωτός του Γένους,
“με τα τετρακόσια σήμαντρα
και τις εξήντα δυό καμπάνες “
έκλεισε εκείνη την νύχτα όλο το σπαραγμό και την αγωνία του λαού.
Και ο βασιλιάς, χωρίς τα πορφυρά του σαντάλια ,με τους δικεφάλους , χωρίς στέμμα, σαν ένας κοινός θνητός, στάθηκε μπροστά στην ωραία πύλη και αφού ζήτησε συγχώρεση από όλους, πήρε την άγια μετάληψη. Ύστερα φεύγει γιά να κάνει μια τελευταία επιθεώρηση στα τείχη. Ο ίδιος παίρνει την ποιο επικίνδυνη θέση στην πύλη του Ρωμανού, αντίκρυ στον ανελέητο σουλτάνο .Δύο επιθέσεις από επίλεκτα τάγματα στοίχισαν πολύ αίμα στους Τούρκους. Οι χρονογράφοι λένε, πως χρειάστηκαν 60 έως 80 κάρα για να σηκώσουν τους νεκρούς τους .Μα τ’ ασκέρια τα τούρκικα είναι ατελείωτα κι όλο ανανεώνονται οι επίλεκτοι, που ορμούν μανιασμένοι, ζητώντας με κάθε τρόπο ν’ανεβούν στα τείχη ή να εισχωρήσουν μέσα από τα ρήγματα .
Οι δύο πρώτες ομάδες αναχαιτήστηκαν: “Αυτοί δεν είναι άνθρωποι”, γράφει ο ιστορικός Βάρβαρος, “είναι λιοντάρια “. Κι αλήθεια, βλέποντας πάνω στο άλογό του το βασιλιά τους να μάχεται απεγνωσμένα, οι Έλληνες αποφασισμένοι κι αυτοί για θυσία, δεν έχουν συγκρατημό. Μα η τρίτη επίθεση με το τάγμα των γενιτσάρων ξεσπά μανιασμένη. Καβάλα πάντα στ’ ατίθασο άτι του ,μάχεται ο μαρτυρικός αυτοκράτορας. Και για μια στιγμή, καθώς βλέπει ακόμη να κυματίζουν στα τείχη οι βυζαντινοί αητοί, πάει να πιστέψει στη νίκη: “Θάρρος “, φωνάζει στους τελευταίους προμάχους που βρίσκονται δίπλα του. “Ο Θεός είναι μαζί μας και θα μας δώσει τη νίκη.
Άξαφνα φτάνει μια είδηση θλιβερή. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης που είχε σηκώσει ένα μεγάλο μέρος σ’ αυτόν τον απελπισμένο αγώνα, πληγώνεται από ένα βέλος κι αποχωρεί να δέσει την πληγή του. Αυτό φέρνει σύγχυση στους ελάχιστους υπερασπιστές, που θερίζονται ενας ένας. Και να το τελευταίο μοιραίο χτύπημα. Από μιά πόρτα του τείχους, την Κερκόπορτα, που είχαν ανοίξει, σε μία έξοδό τους, οι Βυζαντινοί και είχε ξεχαστεί ανοιχτή, (ή κάποιοι την άνοιξαν) μπήκαν οι γενίτσαροι και κύκλωσαν τους προμάχους. Ο Κωνσταντίνος αντίκρισε άξαφνα τούρκικες σημαίες στα τείχη κι ακούστηκε η κραυγή” Εάλω η Πόλις! .
“Πάρθηκε η Πόλη, φώναξε απελπισμένος ο βασιλιάς, κι εγώ ζω ακόμη; Δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” Εκεί στην πύλη του Ρωμανού, έπεσε πάνω στο σωρό των γενναίων συμπολεμιστών του. Αργότερα , αναγνώρισαν το νεκρό βασιλιά από τα πορφυρά πέδιλα με τους δικεφάλους… Στην αυλή κάποιου ταπεινού σπιτικού, κάτω από μιά ιτιά πλεγμένη με κλήματα και τριανταφιλιες, έδειχναν γιά καιρό τον τάφο του. Μιά καντήλα ακοίμητη , που άναβαν άγνωστα χέρια, κρεμόταν από το δέντρο. Mα ο λαός δεν τον ήθελε πεθαμένο τον τελευταίο του αυτοκράτορα και τον αγκάλιασε με το θρύλο του. Είναι μαρμαρωμένος μέσα σε εκείνη την εκκλησιά τη μεγάλη, όπου η λειτουργία δεν είχε τελειώσει και περιμένει τον άγγελο να ‘ρθη μιά μέρα να τον ξυπνήσει να τελειώσουν ,εκείνη την λειτουργία και να πάρει την Πόλη.
Το είχε υποσχεθεί μέσα στον ίδιο θρύλο στην Παναγία ο άγγελος:
“Σώπασε κυρά Δέσποινα
και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους ,με καιρούς
πάλι δικά μας είναι “.
Σ.Μ.Π.
Πηγή: Σχολική Υδρία.
ΓΕΝΙΚΉ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΕΤΑΙΡΊΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ.
Αθήνα 1979.
Υ.Γ. Μνήμης ένεκεν.