ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

0
Spread the love

Ποιητής και ταυτόχρονα, ένας από τους θεμελιωτές του νεοελληνικού διηγήματος, με τεράστια μόρφωση και αξιόλογο φιλολογικό και φιλοσοφικό έργο.

Υπήρξε πνεύμα αληθινά μεγάλο, που δεν επιδέχεται καμιά σύγκριση με τις μετριότητες οι οποίες, όπως συμβαίνει πάντοτε, επέπλεαν την εποχή εκείνη, τον φθονούσαν και τελικά κατόρθωσαν να τον εκμηδενίσουν. Εκτός όμως από τους φθονερούς, καταστροφική επίδραση είχε στη ζωή του και ο
έρωτας που του άφησε ανεξάλειπτα ίχνη και τον οδήγησε στην παραφροσύνη και στον θάνατο.
Είχε γεννηθεί στα 1848, στη Βιζύη της Θράκης, από την οποία πήρε και το φιλολογικό του όνομα, γιατί το πραγματικό επώνυμό του ήταν Μιχαηλίδης.

Πάμπτωχο παιδί πήγε στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του ράφτη για να μάθη την τέχνη, αλλά ο προστάτης του πέθανε ύστερα από δύο χρόνια και τον παρέλαβε ένας άλλος συμπατριώτης του εμπορευόμενος, που τον έστειλε με συστάσεις προς τον μητροπολίτη Κύπρου όπου φόρεσε το ράσο του” καλογερόπαιδου” και ταυτόχρονα πήγαινε στο σχολείο να κάνει χρέη παιδονόμου και ψάλτη παίρνοτας μισθό πενήντα γρόσια το μήνα.

Απέναντι όμως από την μητρόπολη καθόταν μια μαυρομάτα νέα, πού με τα φλογερά της βλέμματα τον έκανε να ξεχάσει τα όνειρα για το μέλλον και τα ράσα που φορούσε. Κατέβαινε λοιπόν τη νύχτα από το κελί του μ’ ένα σχοινί, συναντούσε την αγαπημένη του και ύστερα, ξαναγυρίζοντας στο κελλί του προσπαθούσε να “εξιλεωθή” με ασταμάτητες μετάνοιες και προσευχές. Η πρώτη αυτή σύγκρουση ανάμεσα στη θρησκευτικότητα και τον ερωτισμό του απετέλεσε το πρώτο σπέρμα που εξέθρεψε στην ψυχή του τον νευρικό κλονισμό. Δεν αποκλείεται όμως η παραφροσύνη να οφείλεται και σε ανίατο αφροδίσιο νόσημα, που είχε πάρει κατά τη μακρόχρονη παραμονή του στο εξωτερικό ,γιατί μη μπορώντας λόγω των σπουδών να παντρευτεί, ήταν υποχρεωμένος ν’ άναζητά την σεξουαλική διέξοδο στον αγοραίο έρωτα.

Μια νύχτα ο “Γέροντάς” του τον έπιασε επ’ αυτοφώρω και τον καταδίκασε να τρώει σαράντα μέρες ξερό ψωμί, να διαβάζει τρείς φορές κάθε βράδυ το μεγάλο απόδειπνο και να κάνει 150 γονυκλισίες.
Ευτυχώς, ύστερα από λίγο, όταν φάνηκε η ποιητική ιδιοφυΐα, ένας πάμπλουτος ομογενής, ο Γ. Ζαρίφης, τον πήρε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου σπούδαζε και τον έστειλε με υποτροφία στην Αθήνα γιά να σπουδάση φιλολογία και κατόπιν στη Γερμανία, όπου σπούδασε φιλοσοφία.

Μετά τον θάνατο του ευεργέτη του γύρισε στην Ελλάδα, αφού είχε ήδη αναγορευθή διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Περίμενε, φυσικά, πως θα του έδιναν τη σχετική έδρα στό Πανεπιστήμιο, αλλά εκείνοι που τον φθονούσαν κατόρθωσαν να του στερήσουν αυτή την τιμητική διάκριση, που θα του έλυνε και το βιοποριστικό του πρόβλημα. Τον έκαναν μόνον υφηγητή, θέση που ο Βιζυηνός, με την υπερηφάνεια που τον χαρακτήριζε, αρνήθηκε να αποδεχθή. Ξαναέφυγε γιά ένα διάστημα στό εξωτερικό, όπου κυκλοφόρησε σημαντική λογοτεχνική εργασία του μεταφρασμένη στα γαλλικά και αγγλικά, πράγμα που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το φθόνο των εδώ μικρόψυχων αντιπάλων του. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα και καθώς δεν πήγαινε ποτέ του να παρακαλέσει κανέναν ισχυρό, έμεινε στο περιθώριο. Καθόταν σε ένα φτωχικό και γιά να συντηρείται, αναγκαζόταν, πολλές φορές να πουλάη ή να βάζει ενέχυρο τα βιβλία του. Στο τέλος υποχρεώθηκε να φύγη απ’ αυτό το σπίτι γιατί δεν είχε να πληρώση το ενοίκιό του, παρ’ όλο που έτσι δεν θα έβλεπε την μικρούλα Μπετίνα Φραβασίλη, την κόρη του σπιτονοικοκύρη του, με την οποία ήταν ερωτευμένος.

Ευτυχώς την εποχή εκείνη διορίστηκε καθηγητής της ρυθμικής και της δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών, όπου έγραψε αμέσως σα μαθήτρια την αγαπημένη του Μπετίνα, που αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλο ταλέντο στη μουσική. Ήδη όμως το νευρικό του σύστημα είχε κλονιστή ανεπανόρθωτα.
Παρουσιάζεται μια ημέρα στη μητέρα της Μπετίνας και ζητεί το χέρι της κόρης της λέγοντάς της πως θα την κάμη τρισευτυχισμένη και πάμπλουτη με κάποιο μεταλλείο, που είχε στη Θράκη. Η μητέρα της Μπετίνας προσπάθησε να τον καθησυχάση γιατί είδε ότι βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση, εκείνος όμως έφυγε φοβερίζοντάς την πως θα κλέψη την Μπετίνα. Ύστερα συνάντησε την ίδια την αγαπημένη του και μιλώντας επί τρείς ώρες έξω απ’ το παράθυρό της προσπάθησε να την πείσει να κλευτούν. Στο τέλος η μητέρα της νέας ειδοποίησε τον διευθυντή του Ωδείου Νάζο, που ήρθε μαζί με το νευρολόγο Αποστολίδη και με μεγάλο κόπο κατόρθωσαν ν’ αποτραβήξουν τον ποιητή από το παράθυρο της αγαπημένης του. Κάθισαν σε μια μικρή μπυραρία που υπήρχε τότε στον περίβολο της Βουλής .Ο Βιζυηνός βρισκόταν ακόμα σ’ έξαλλη κατάσταση.

Έτρεμε ,ήταν κατακίτρινος και απήγγειλε στίχους για κάθε διαβάτη που περνούσε από μπροστά τους ή απαντούσε στις ερωτήσεις τους με στίχους. Μέχρις ότου να ρυθμισθούν οι απαραίτητες διατυπώσεις γιά την εισαγωγή του στο Δρομοκαΐτειο, τον πρόσεχε ο φίλος του γιατρός Ν. Βασιλειάδης, καθώς και δύο αστυνομικοί, που είχαν σταλή στο σπίτι του με πολιτική περιβολή, τους οποίους ο φίλος του γιατρός παρουσίασε σαν εξαδέλφια του ,παρακαλώντας τον να τους φιλοξενήση. Ο Βιζυηνός δεν ήθελε να τους δεχθή γιατί περίμενε, όπως έλεγε, την αγαπημένη του γιά να παντρευτούν. Ήταν στολισμένος σα γαμπρός, με άνθη λεμονιάς στη μπουντουνιέρα, απήγγειλε ασταμάτητα ποιήματα και μαδούσε τριαντάφυλλα μπροστά στην πόρτα του για να πατήσει η αγαπημένη του, που θα ερχόταν να τον πάρη. Την άλλη μέρα, με μεγάλη δυσκολία τον κατάφεραν να μπή σ’ένα αμάξι γιά να πάνε, δήθεν, σ’ ένα εξωκκλήσι, όπου θα τον περίμενε η Μπετίνα νυφοστολισμένη. Και αντί για το εξωκκλήσι, τον πήγαν στο Δρομοκαΐτειο, απ’ όπου δεν ξαναβγήκε πιά.

Έμεινε εκεί μέσα τέσσερα χρόνια, υποφέροντας τα πάνδεινα από τις βάρβαρες “θεραπευτικές” μεθόδους, που ακολουθούσαν την εποχή εκείνη για τους φρενοβλαβείς, καθώς και από τις μεγάλες στερήσεις. Έκλαιγε πολλές φορές, θυμόταν την Μπετίνα και την άγνωστη εκείνη μαυρομάτα, τον πρώτο του έρωτα, που όταν έγινε διάσημος του έγραψε μιά φορά και τον ρωτούσε αν ήταν το ίδιο πρόσωπο με κάποιον Βιζυηνό, ο οποίος είχε ζήση ένα διάστημα στην Κύπρο. Άλλοτε πάλι κάθεται αμίλητος και είναι σαν το βράχο της “Ανεμώνη” του, το πασίγνωστο ποιήμά του, που τραγουδιέται ακόμα και σήμερα:

Ένας βράχος στα βουνά
συλλογιέται μοναχός του,
ένα ρυάκι που περνά
κάτι τραγουδάει εμπρός του….

Και σε στιγμές φωτεινών διαλειμμάτων,γράφει μέσα στο απαίσιο περιβάλλον του Δρομοκαΐτειου στίχους αληθινά έξοχους όπως αυτοί:

Σαν μ’ αρπάχτηκε η χαρά
που χαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιάν ώρα…
μες σ’ αυτή τη χώρα
όλα άλλαξαν τώρα .

Κι από τότε που θρηνώ
το ξανθό το γαλανό
και ουράνιο φως,
μετεβλήθη εντός μου
ο ρυθμός του κόσμου.

Πηγή: ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΉ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΊΔΕΙΑ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΌΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΏΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΟΜΟΣ 2ος.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΊΔΕΙΑ
ΓΕΝΙΚΉΣ ΜΟΡΦΏΣΕΩΣ

error: Content is protected !!