Παροιμία είναι κάθε γνωμικό πού προέρχεται από το λαό, σάν καταστάλαγμα της πείρας του. Ετυμολογικά η λέξη παράγεται από τις αρχαίες λέξεις “παρά “(=κοντά) και “οιμος”(=δρόμος), σημαίνοντας κάτι που γίνεται στο δρόμο.
Και πραγματικά οι πρόγονοί μας τις παροιμίες τους τις κυκλοφορούσαν μεταξύ τους εφαρμόζοντάς τες στη ζωή, κατά τις συναντήσεις τους δρόμους (της αγοράς ή της γειτονιάς), όπου τις ποιο πολλές φορές τις δημιουργούσαν κιόλας, συζητώντας διάφορες υποθέσεις τους. Εξάλλου στους δρόμους της αρχαίας Αθήνας οι Ερμές είχαν χαραγμένες παροιμίες πάνω στις πλευρές τους. Όμως και τώρα κατά τον ίδιο τρόπο γίνονται οι παροιμίες. Βγαίνουν από την πείρα της ζωής μέσα στην καθημερινή βιοπάλη: Στον κάμπο, στο βουνό, στο γιαπί, στο εργοστάσιο, με δυο λόγια στον αγώνα της ζωής, πού παραστατικά αποτελεί έναν αγώνα δρόμου για τον καθένα.
Το περιεχόμενο και η τεχνική των παροιμιών
Ο λαός μας, διαγράφοντας με τους καθημερινούς του αγώνες την πολιτιστική του πορεία, μορφοποιεί την πείρα της ζωής σε παροιμίες, πού στέκονται οδηγοί σε σύγχρονες και μελλούμενες γενιές, καθώς κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Και τις πλάθει όλες κατάλληλες γιά το σκοπό πού προορίζονται: Λιγόλογες, όμως πλουσιότατες σε περιεχόμενο. Απλές και λαγαρές, όμως βαθιά φιλοσοφημένες, γιατί αποτελούν καταστάλαγμα πείρας δουλεμένης στο αμώνι της ζωής :
Με το νου και τη γνώση
βρήκαν το Θεό καμπόσο.
Τών φρονίμων τα παιδιά
πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Υπέροχη είναι και η τεχνική τους: Ζωντανεύει το περιεχόμενό τους με παραστατικότατες εικόνες από την καθημερινή ζωή, για να γίνεται αντιληπτό κι από τους πιο αγράμματους. Κι επειδή ο ποιητικός ρυθμός βοηθάει στην ευκολότερη διάδοσή τους και στην καλύτερη απομνημόνευσή τους, οι πιο πολλές από αυτές αποτελούν μονόστιχα ή δίστιχα ποιηματάκια, με μέτρα ή κι ομοιοκαταληξίες ακόμη:
Κάλλιο γαϊδουρόδενε,
παρά γαϊδουρογύρευε.
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι.
Βάλε ελιά γιά τά παιδιά σου
και μηλιά γιά την κοιλιά σου.
Όμως κι όσες απ’ αυτές δεν έχουν εξωτερικό ποιητικό ρυθμό (τονικό μέτρο κι ομοιοκαταληξία), τον αναπληρώνουν μέ τον εσωτερικό τους ρυθμό, πού τόν δημιουργούν οι γεμάτες χρώμα και ζωντάνια εικόνες τους, τονισμένες τίς πιό πολλές φορές από τις αντιθέσεις τους.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
Ορθό το φεγγάρι, πλάι ο καραβοκύρης.
Άλλες παροιμίες φρονηματίζουν μέ τήν βαρύτητα τής σοφίας τους.
Η υπομονή κερδίζει.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι,
παρά δέκα και καρτέρει.
Ενώ άλλες μέ την σάτιρα:
Του φτωχού το σκοινί μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει.
Συνήθισε ξυπόλητος ,
ντρέπεται ποδεμένος.
Άλλες ριζοκρατούν από τα πανάρχαια χρόνια και κυκλοφορούν σε υπέροχες μεταφράσεις:
Όσα δεν φτάνει η αλεπού
τα λέει αγουρίδες.
Κι άλλες είναι δεμένες γερά μέ τη νεώτερη ιστορία μας.
Τούρκος είναι; Γρόσια θέλει
Κι άλλος ήρθε; Κι άλλα θέλει.
Βούργαρο άν κάνεις φίλο,
βάστα και κομμάτι ξύλο.
Πάρα πολλές είναι οι παροιμίες πού κυκλοφορούν ανάμεσα στο λαό μας, καλύπτοντας όλους τους τομείς της δραστηριότητας. Ο ιδρυτής της λαογραφίας μας Νικόλαος Πολίτης από το 1889 ώς το 1902 γέμισε τέσσερες τυπωμένους τόμους με νεοελληνικές παροιμίες και δεν συγκέντρωσε παρά ένα μέρος τους μονάχα. Κι όλο δημιουργούνται νέες, γιατί οι παροιμίες αποτελούν λογοτεχνικό είδος, πού αγκαλιάζει όλα τα είδη του εντέχνου λόγου.
Μερικές από αυτές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους “το γοργόν και χάρην έχει” με το “όποιος βιάζεται σκοντάφτει”. Όμως μήπως και στον έντεχνο και επώνυμο λόγο δεν συμβαίνει το ίδιο; Λίγοι είναι οι ονομαστοί σοφοί, πού έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους ;
Πηγή: Ό Σύμβουλος τών Νέων. ΝΈΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΉ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΊΔΕΙΑ.