Μια μέρα η καρακάξα καθόταν πάνω σ’ένα δέντρο κοντά στην άκρη του χωριού κ’ εκοίταζε τα περιστέρια που κατέβαιναν κοπάδι από τις φωλιές τους μέσα στην αυλή κ’ έτρωγαν καλαμπόκι. Άλλη μέρα τα είδε πάλι και κάθε μέρα έβλεπε πως ζούν τα περιστέρια. Μιά μέρα, καθώς καθόταν πάνω στο δέντρο, είδε πάλι τα περιστέρια να κατεβαίνουν μέσα στην αυλή και να τρώνε κι αναστέναξε από το κακό της.
Σ’ ένα άλλο δέντρο εκεί κοντά καθόταν ο Τσαλαπετεινός. Άμα άκουσε την καρακάξα που αναστέναζε, την ρώτησε τι έπαθε.Κι αυτή του λέει: -Όσο βλέπω τα περιστέρια να ζούνε έτσι, θα σκάσω από το κακό μου. Τι! εκείνα είναι καλύτερα από μένα και βρίσκουν κάθε μέρα φαϊ έτοιμο κ’εγώ να σκοτώνομαι όλη μέρα και να μένω νηστική;
Της λέει κι ο τσαλαπετεινός: -Κάθεσαι και μαραζώνεις γι’ αυτό το πράμα; Εύκολο είναι να ζης κ’ εσύ σάν τα περιστέρια. -Με ποιόν τρόπο; τον ρωτά η καρακάξα. -Με ποιόν τρόπο; να σου πώ, της λέει.
Βλέπεις τα περιστέρια; Όλα είναι ολόασπρα. Να πας κ’ εσύ ν’ ασπρίσης τα φτερά σου κ’ ύστερα να πάς να τρυπώσης ανάμεσά τους. Δεν θα σε καταλάβη κανένας και θα καλοπερνάς σαν εκείνα.
-Πολύ καλή η συμβουλή γείτονα! Καλά το λένε: “Γείτονα έχεις; Θεόν έχεις” Πάω αμέσως να κάμω, όπως μου λές.
Πέταξε η καρακάξα από το δέντρο κ’ επήγε ίσια στον ποταμό. Εκεί ήταν ένας νερόμυλος. Πεύτει μέσα στο αυλάκι έγινε μουσκίδι. Κοιτάζει,το παράθυρο του μύλου ήταν ανοιχτό. Κανένας δεν ήταν μέσα. Μπαίνει από το παράθυρο, κυλιέται καλά -καλά μέσα στη σεντούκα από τ’ αλεύρι, έγινεν ολόασπρη,
Πιο άσπρη από τα περιστέρια. Βγαίνει κατόπι από το παράθυρο και πάει ολόισια στο σπίτι που ήταν
τα περιστέρια. Ανακατεύτηκε μαζί τους κ’ έτρωγε. Κάμποσες μέρες περνούσε ζωή, χαρισάμενη.
Μια μέρα ο νοικοκύρης του σπιτιού έφερε κάτι ξένους να τους κάμη τραπέζι. Παράγγειλε στη γυναίκα του να ετοιμάση φαγητά και να σφάξη και πεντ’ έξι περιστέρια. Η νοικοκυρά εδιάλεξε τα μεγαλύτερα. Μέσα σε εκείνα που εδιάλεξε ήταν κ’ η καρακάξα. Τα έσφαξεν ένα -ένα και τα έδωσε της κόρης της να τα μαδήση.
Την ώρα που έπιασε την καρακάξα να την σφάξη, της έμπηξε κάτι φωνές που την έκαναν να ξυπαστή. Κοιτάζει,δεν ήταν περιστέρι! Από τις φωνές, την κατάλαβε πως είναι καρακάξα κ’ εθύμωσε. Έτσι θυμωμένη που ήταν, της έβγαλε τα φτερά της ως το ένα και την επέταξε έξω από την αυλή μέσα στα χωράφια.
Η καρακάξα έμεινεν εκεί δά κάμποση ώρα ζαλισμένη κι άμα ήρθε στον εαυτό της, σηκώθηκε κ’ έκατσε και λέει μοναχή της: “Ο Θεός μ’ εγλύτωσε. Τέτοια καλοπέραση καλύτερα να μου λείπει!”
Ο Τσαλαπετεινός εκείνη την ώρα καθόταν πάνω στο ίδιο δέντρο και άκουσε τι είπεν η καρακάξα, και της λέει: -Τι νέα ,γειτόνισσα; Όλο καλοπέραση βλέπω! Ας πεθάνωμε εμείς!
Κ’ η καρακάξα του λέει: -Ού να γκρεμιστείς απ’ εμπρός μου, βρωμοτσαλαπετεινέ κ’ εσύ κ’ οι συμβουλες σου! Από σένα και μόνον εγίνηκα τέτοιο χάλι! Αν μπορούσα να πετάξω, θα σ’ έκαμνα να μην να μην ξέρης πού να πα να σταθής!
Σαν τ’ άκουσεν αυτά ο τσαλαπετεινός, εχάθηκεν αποκεί. Κι από τότε η καρακάξα έχει έχθρητα μαζί του. Άμα τον δη να φανερωθή, μπήγει τις φωνές και συνάζει όλα τα πουλιά πάνω του.
Αλλά ο τσαλαπετεινός το ξέρει και χάνεται σαν τον άνεμο.
Γ. Α. ΜΕΓΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΆ ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ
ΕΙΚΌΝΕΣ :ΡΆΛΛΗ ΚΟΨΊΔΗ
ΣΕΙΡΆ ΔΕΥΤΈΡΑ
ΕΚΔΌΤΑΙ Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ και Σία Α.Ε.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΊΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΊΑΣ
ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΈΚΔΟΣ
Φεβρουάριος του 2001.