Ο τρύγος στα χωριά της ορεινής Αργολίδας

0
Spread the love

Ο τρύγος ήταν η μόνη ημέρα του έτους, κατά την οποία, όλοι οι κοντοχωριανοί βρισκόμαστε συγκεντρωμένοι σε ένα μέρος. Αγιοστεφανίσοι,Φρεγκαινίσοι , Κακορεματίσοι ,Μερκουρίσοι, καί δύο από την Αγριλίτσα, οι πάντες στην Χελώνα. Συνέλευσις χαράς. Τα αμπέλια μας τα είχαμε όλα μαζί.


Σε ένα ίσιωμα, με κατάλληλα χώματα, πού το λέμε Χελώνα κοντά στην Φρέγκαινα, λίγο πριν από το ποτάμι του Μερκουρίου . Κανένας δεν φύτευε όπου ήθελε. Όλα μαζί. Αμπέλι μοναχό του στα χωριά μας δεν είδα. Ούτε ένα κλήμα. Καλιεργούσαμε, ασπρούδι, μαυρούδι, αλεπούδες και βαρέλες. Οί βαρέλες ήταν μεγαλόρογα, επιτραπέζια σταφύλια. Τα ρίχναμε όμως και αυτά στο ληνό. Οι αλεπούδες ήταν και θά είναι ο βασιλιάς των σταφυλιών. Αλήθεια.

Εκτός από το ευλογημένο χώμα, ήταν και η προστασία. Τα σκόρπια ποιος να τα φυλάξει,; Ενώ έτσι, μόλις έπιαναν να γυαλίζουν οι ρόγες, ο δραγάτης περιπολούσε νύχτα ημέρα. Αλλιώς από τούς κλέφτες και τα ζώα δεν θα έμενε τσαμπί. Είχε μια σφυρίχτρα και άμα έβλεπε άνθρωπο κοντά στα αμπέλια σφύριζε. Ακόμη και τα πουλιά τρόμαζαν από τις σφυριξιές του αγροφύλακα. Κάτι θα έτρωγαν Κάι εκείνα. Δεν γίνεται να μην γευτούν δυο ρόγες. Τι μας τραγουδούν όλη μέρα; Φανταστείτε όμως ένα αμπέλι μοναχό. Δεν θα έμενε σταφύλι ούτε για δείγμα. Ασφαλώς θα είχε και ντουφέκι. Την ημέρα του τρύγου, την κανόνιζε ο αγροφύλακας. Αυτός έβλεπε αν έγιναν τα σταφύλια. Το έλεγε σε μερικούς και μετά ο ένας στον άλλον και το μαθαίναν όλοι. Όπως συνηθίζεται, τρυγούσαμε αρχές Σεπτεμβρίου, μια καθημερινή. Την Κυριακή ποτέ.


Όταν πλησίαζε ο τρύγος συναγερμός στα σπίτια .Έπρεπε να πλύνουμε τα βαένια. Να παστρέψουμε το βουτσί από την περσινή τρυγία. Ήταν κυρίως εργασία των ανδρών. Έβγαζαν από το κατώι, βαρέλια τεράστια. Ολόκληρα θηρία και άρχιζαν να παλεύουν. Να τους ρίχνουν νερά, να τα κυλάνε, μέχρι να τα κάνουν καθρέφτη. Μετά τα έστηναν πάλι στη θέση τους, έτοιμα να δεχθούν τον καινούργιο μούστο και ήταν ήσυχοι. Αν περνούσαν λίγα χρόνια, καλούσαν τον “βαρελά. Ο τεχνίτης, έβγαζε τις δόγες, τα σιδερένια στεφάνια του βαρελιού δηλαδή , το διέλυε και καθάριζε τα σανίδια από μέσα. Τα έξυνε καλά να φύγει η παλιά λάσπη .Το έδενε πάλι όμορφα καί ήταν τέλειο.
Είχαμε όμως και άλλη προετοιμασία. Έπρεπε να πάμε στο αμπέλι ,να καθαρίσουμε τον ληνό. Κάθε αμπέλι είχε μέσα στον χώρο του, κατά δικό του καλοχτισμένο ληνό. Όπως ήταν ανοικτός και ευρύχωρος η εργασία ήταν εύκολη. Άστραφτε στο λεπτό.

Τα υπολήνια

Και φτάσαμε αισίως στα περίφημα, “πολήμια “μας. Τα αρχαία υπολήνια, πόσο χαίρομαι που έφτασαν επί των ημερών μου. Όχι μουσιακά αλλά χρήση διαρκείας. Αδιάσπαστη συνέχεια, ίδια γλώσσα και πρακτική μέσα στους αιώνες τα υπολήνια .Είμαι ευτυχής πού τα πρόλαβα. Υπολήνιον, αρχαίον και νέον το αυτόν. Πολήμι ,είναι το αρχαίον υπολήνιον. “Υπολήνιον, ‘πολήνι και ‘πολήμι,’πολέμι, δοχείον τιθέμενον κάτωθι του ληνού για το γλεύκος, άλλως ποδόχι. “(Πάπυρος, Λαρούς)

Στα χωριά μας και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, λέγεται ‘πολήμι. Αλλού ,όπως σημειώνουν και τά λεξικά μας, ‘πολήνι,
‘πολέμι καί ‘ποδόχι. Από όλες τις νέες ονομασίες, λείπει το αρχικό υπό. Και το ‘ποδόχι, (υπό +δοχείο). Τι άλλο; “Ποδόχι (τό), κοίλον κατασκεύασμα, εν ώ συλλέγεται το εκ του ληνού εκρέον γλεύκος, άλλως υπολήνιον, πολήμι, λημπί.”(Λεξικόν, ΠΡΩΙΑΣ). Λέμε και υποληνίς. “εν και χρυσείας υποληνίδας επλήσαντο ύδατος.)
Σε αρχαίεςζωγραφιές,βλέπουμε κάτω από το ληνό, ένα μεγάλο σκεύος, στο σημείο που ρέει το γλεύκος. Άλλοι ρίχνουν σταφύλια στο ληνό και άλλοι αδειάζουν με επιμέλεια τα υπολήνια σε αγγεία. Και σήμερα χρησιμοποιούν υπολήνιον δοχείο για την συγκέντρωση του μούστου. Τιθέμενον κάτωθι του ληνού για να εισρέει ο γλυκός χυμός των σταφυλιών.

Το υπόλήνιον στην ορεινή Αργολίδα, το πολήμι μας δηλαδή , δεν ήταν δοχείο αλλά ένα μικρό φρέαρ. Στο σημείο εκροής του ληνού, έσκαβαν ένα πηγαδάκι. Ήταν περίπου ένα μέτρο βαθύ. Στρογυλό και στον πάτο στένευε. Χτιστό και επιχρισμένο καλά. Στεγανό, ίδιο με ένα μεγάλο πυθάρι μέσα στη γη. Καθάριζαν και το πολήμι καλά. Έσκυβαν, άπλωναν το χέρι τους και το έκαναν γυαλί. Εγώ φοβόμουν. Κοίταζα μια και δεν ξαναπλησίαζα. Κι ακόμη φοβάμαι, μήπως ήταν μέσα κανένα φίδι. Σκραπιάς και άλλα βλαβερά ζωντίμια. Αλλά, έβλεπαν. Τα υπολήνιά μας ήταν φωτεινά. Το μούστο, μέσα από τα πολήμια τον βγάζαμε όπως το νερό από το πηγάδι. Στο σημείο εκροής έβαζαν σίτα, να σουρώνεται ο μούστος και να πεύτει στο πολήμι καθαρός. Ασφαλώς, υπόσκαφα υπολήνια θά υπήρχαν καί αλλού. Για του λόγου το αληθές, “ΚΔ Μάρκ. |2,| αμπελώνα εφύτευσεν άνθρωπος, καί περιέθηκε φραγμόν και
ώρυξεν υπολήνιον. “

Καί έφτανε η λαμπρή ημέρα του τρύγου. Αποβραδίς ήταν όλα έτοιμα. Κοφίνια, μαχαίρια, ψαλίδια, ασκιά, τσουβάλια όλα τα απαραίτητα. Ετοιμάζαμε και το λιτό φαγητό μας. Βάζαμε στο ταγάρι, ψωμί, τυρί ,ελιές, κρασί, το έθιμο είχε και ρέγγα. Όπως ήταν αλμυρή, ερχόταν ισορροπία μέ το γλυκό σταφύλι.
Κινούσαμε πολύ πρωί. Όλοι. Μόνο οι γάτες και ο χοίρος έμεναν στο σπίτι και κανένας πολύ ανύμπορος γέρος.
Έβλεπες μικρά καραβάνια να πορεύονται, όλα προς την Χελώνα. Μουλάρια, γαϊδουράκια, άνθρωποι, γίδες δεμένες με το σκοινί τους από τα καπιτσάλια των σαμαριών, ακολουθούσαν ήσυχες. Και το μέλλον του κόσμου, πολλά παιδιά ευτυχισμένα.

Ούτε σχολείο, θα έτρωγαν και σταφύλια. Τα φρούτα ήταν σπάνια. Η ζωή όμως τότε ανθοβολούσε στα χωριά μας. Παρόντα και τα σκυλιά στην χαρούμενη πομπή. Άλλα ταγοί και άλλα ακόλουθοι .Όλοι στ’αμπέλι. Σήμερα θα “τρυήσουμε “μεγάλη χαρά. Τά βαένια στο κατώι θα γεμίσουν. Θα έχουμε κρασί, για γάμους, για βαφτίσια, για πανηγύρια, για την γιορτή του νοικοκύρη. Κι όταν θά ‘ρθούνε μισαφιρέοι, ψωμί, τυρί, ελιές, ένα κρεμμύδι, το μπουκάλι με το κρασί στο τραπέζι και δεν θα ντροπιαστούμε. Η καθημερινή μέθεξις των Ελλήνων, το κρασί πού τους στύλωνε την καρδιά.

Μια κοντά την άλλη έφταναν οί οικογένειες, ξηφόρτωναν και μέσα στού Χριστού τ’ αμπέλι άρχιζε το πανηγύρι. Το έχουν περιγράψει άξιοι λογοτέχνες, ζωγράφοι με χρώματα λαμπρά, το έχουν υμνήσει ποιητές. Αχολογούσε ο τόπος. Τραγουδούσε ο κόσμος. Χαμογελούσε ο Ουρανός και έσκυβε να γευθεί τον γλυκό καρπό από τα χέρια των ανθρώπων.
Τα κοφίνια έφταναν γεμάτα και ο ληνός στρώθηκε καλά. Τα παλληκάρια, άφηναν τον τρύγο και έπλεναν τα πόδια τους. Αν τους κόταε ας μην τα έπλεναν καλά. Η καθαρότης τών τροφίμων μας, ήταν ανέκαθεν υποδειγματική. Οί νοικοκυρές, πρώτη καί καλύτερη η γιαγιά μου η Δήμητρα, παρατηρούσαν αυστηρές, έτοιμες να πάρουν το ξύλο. Όχι πού θέλ’άφηναν εκείνες να τους μολέψουν το κρασί. Άρχιζε το πάτημα μέ αστεία και πειράγματα .Χορός του Διονύσου. Τά κοφίνια συνέχιζαν να φτάνουν ξέχειλα, στούς ώμους των κοριτσιών τώρα, διότι πριν να αρχίσει το πάτημα, τα κουβαλούσαν τα αγόρια.

Ό θεϊκός χυμός, ανέβαινε στο πολήμι γλυκοτραγουδώντας. Η χαρά του νοικοκύρη γλυκύτερη. Έριχνε το κουβαδάκι, αντλούσε και γέμιζε τα ασκιά. Το μούστο τον μετέφεραν στο σπίτι με ασκιά. Τα έφτιαχναν μόνοι τους από δέρμα γίδας. Όλα τα ήξεραν οί πρόγονοί μας. Και η ολόλαμπρη αίγα αρχαιόθεν στήριγμα της ζωής μας. Εύχομαι για πάντα. Σε κάθε μουλάρι φόρτωναν δύο ασκιά. Ένα στο ένα πλευρό και ένα στο άλλο. Η οικογένεια είχε συνήθως δύο μουλάρια .Πήγαιναν στο σπίτι, άδειαζαν το μούστο στο βουτσί, επέστρεφαν και ξαναγέμιζαν μέχρι τελευταίας σταγόνας. Όσο μακριά και άν ήταν ,όσες φορές και αν χρειαζόταν. Ο Άγιος Στέφανος, ήταν ο ποιό μακρινός προορισμός. Ο παππούς μου ,Στέφανος και αυτός ,πήγαινε κι ερχόταν μέσ’ τη χαρά.

Ο ήλιος άρχιζε να γέρνει καί ο τρύγος είχε τελειώσει. Έμεναν μόνο τά τσίπουρα, καλά πατημένα στον ληνό. Τα
έβαζαν μέσα σε καθαρά σακιά, τά φόρτωναν στά μουλάρια, τελευταίο δρομολόγιο για φέτος. Αναχωρούσαν, όλη ή οικογένεια μαζί και οι χωριανοί συντροφιές. Και του χρόνου με το καλό. Την επομένη του τρύγου, έπρεπε να στίψουμε τά τσίπουρα. Να βγάλουμε τον τσιπουρίτη, το χυμό δηλαδή από τις φλούδες των σταφυλιών. Για αυτή την εργασία χρειάζεται το όμορφο εργαλείο που το λέμε τσιπουριά.

Στο χωριό μας, είχε μόνο ο παππούς μου. Την είχε αγοράσει με δικά του έξοδα. Έστιβε πρώτα τα δικά μας, και έριχνε τον τσιπουρίτη μέσα στο βαένι. Ύστερα έπαιρνε έναν βοηθό, συνήθως τον πατέρα μου, φόρτωναν τήν τσιπουριά στο μουλάρι ,περνούσαν από σπίτι σε σπίτι, όλο το χωριό και έβγαζαν τον τσιπουρίτη των χωριανών μας με τη σειρά. Περίμεναν τον παππού μου, με χαμόγελο, σεβασμό και αγάπη. “Έρχεται ο μπάρμπα Στεφανής “έλεγαν κι άρχιζαν τη δουλειά .Ο παππούς μου έπαιρνε τα δικαιώματά του. Το λιγότερο το 1/3 του τσιπουρίτη από κάθε νοικοκυριό .Το απόγευμα επέστρεφε στο σπίτι καί συμπλήρωνε τά βαένια μας με τον πολύτιμο χυμό, ευχαριστημένος.

Αυτό ήταν. Τελειώσαμε. Και επειδή ο τσιπουρίτης πού βγαίνει από τις φλούδες των σταφυλιών είναι σκούρος και τα βαρέλια μας είχαν αρκετό, το δικό μας το κρασί, έπαιρνε το ωραιότερο κόκκινο χρώμα. Με τις υγείες μας.
Κι άλλη ομορφιά στο το χαγιάτι. Ιεροτελεστία τής κυρούλας μου. Κρεμούσε τα καλύτερα σταφύλια. Συνήθως τις ευωδιαστές και τραγανές, τις ωραίες αλεπούδες. Στή σκιά και στον αέρα, κρατούσαν καιρό και είχαμε να τρώμε.
Αυτά ήταν τα ολόγλυκα Λήναια στα χειμαδιά του Αρτεμισίου.

Μα ήρθε και τρυγητής πικρός, μέ το έσχατον φορτίο του ευλογημένου χυμού. Γνώριζαν ότι ήταν το τελευταίο ή έμεναν μέσα στην απατηλή χαρά; Όπως και αν έχει πονά. Τώρα δεν υπάρχει στη Χελώνα ούτε κλήμα. Θα πάω να ψάξω μήπως βρώ κανένα ξεχασμένο, να το προσκυνήσω. Ας είναι και άγριο. Θά φυτεύσω μια σειρά στην άκρη στις ελιές, τιμής ένεκεν. Να έρχονται οι ψυχές των πατέρων, να βλέπουν να χαίρονται. Να τρώνε τα πουλιά του Θεού.

Το δυσοίωνο ταξίδι μας στο χρόνο αστραπιαίο. Τώρα έχουμε χαρά και θαρούμε ότι θά είναι αιώνια. Πράγματι,
ανεπαίσθητος ψίθυρος μέσα στο βαένι. Μετάλλαξις. Σώμα και αίμα Κυρίου. Πέρα τ’ Άη Δημήτρη θά πιάσουμε απ’ το καινούργιο κρασί.

Επιμέλεια κειμένου Δήμητρα Μαρμαρινού.

Καπιτσάλια: άγγιστρα, πιαστράκια ημικυκλικά,στερεωμένα δύο εμπρός και δύο πίσω στο σαμάρι γιά νά κρεμούν τα ταγάρια και να δένουν τις τριχιές πού κρατούσαν τά φορτία.

Κυρούλα: γιαγιά. Κυρούλα έλεγαν η μητέρα μου καί τά αδέλφια της την μάνα των γονιών τους. Κυρούλα, προσφώνησις αρχοντική.
,

error: Content is protected !!