Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας καλός νοικοκύρης. Τώρα μπροστά τα Χριστούγεννα, φόρτωσε δυό τσουβάλια σιτάρι στο μουλάρι του και πήγε στο μύλο να αλέσει, να φέρει αλεύρι, να ζυμώσουν να περάσουν καλά το Δωδεκαήμερο. Είχε όμως πολύ κόσμο στο μύλο και μέχρι να πάρει σειρά και να απαλέσει τον έπιασε η νύχτα.
Το δρόμο βέβαια τον ήξερε και ο ίδιος και το μουλάρι. Έλα όμως που ήταν ο καιρός των καλικαντζάρων. Είχαν έρθει κιόλας. Και μόλις έπεφτε ο ήλιος και άρχιζε να μουσγκώνει, βγαίνανε από τις τρύπες τους και αλωνίζανε όλο τον τόπο. Και όποιον ξεμοναχιάζανε, αλλοίμονο στον άνθρωπο. Έπρεπε όμως να πάει σπίτι του. Δεν γινόταν αλλιώς. Φόρτωσε το αλεύρι, έκανε το σταυρό του και κίνησε.
Δεν είχε κάνει πολύ δρόμο και ακούει πίσω φασαρία μεγάλη. Ποδοβολητά, άγρια ξεφωνητά, στριγγλιές που σε έκοβε τρόμος. “Παναγία μου, καλκατζάρια. Θα με φάνε. Ο δολιος εγώ”. Τώρα τι να κάνει; Τηράει γύρω να βρει να κρυφτεί, αλλά πουθενά. Ευτυχώς, τον φώτισε ο Θεός να ανεβεί στο μουλάρι να παρασταίνει το απανωγόμι. Ανέβηκε γρήγορα, κάθησε απάνου στο σαμάρι ,σκυφτός κουλουριασμένος, ανάμεσα στα πλαϊνά σακιά, τυλίχτηκε καλά με μιά λιοπάνα και έμοιαζε ίδιος με σακί. Το λεγόμενο απανωγόμι. Όταν έχουμε τρία σακιά, φορτώνουμε από ένα στο κάθε πλευρό και το τρίτο επάνω στο σαμάρι, απανωγόμι.
Δεν είχε προλάβει να καλοσυγυριστεί και πλακώσανε τα καλκατζάρια λάχα, λάχα να τον φάνε. Ψάχανε γύρω, γύρω, να τον βρούνε, κι αφού δεν τον βλέπανε έλεγαν “Να το ένα πλευρό, να και το άλλο. Να και το απανωγόμι. Ο απαλέστης που είναι;” “Μπροστά θα είναι. ” Και φρρρρρ, τρέχανε όλα μαζί μπροστά. Κι αφού δεν τον βρίσκανε, γύριζαν πάλι στο μουλάρι και ξαναψάχνανε καλά. Κάτω από την κοιλιά του, ως και μέσα στα αυτιά κοιτάζανε. Δεν τον έβλεπαν όμως και έλεγαν πάλι “Να το ένα πλευρό, να και το άλλο. Να και το απανωγόμι. Ο απαλέστης που είναι;” “Πίσω θα είναι. ” Και φρρρρρ, έτρεχαν όλα μαζί προς τα πίσω. Πήγαιναν καμπόσο κι αφού δεν τον έβρισκαν αστραπή ,πάλι στό μουλάρι και να ψάχουν με μανία. Είχαν και μιά πείνα από τα πολλά τρεχαλητά που δεν βλέπανε μπροστά τους. Κι αφού δεν τον έβρισκαν έλεγαν πάλι “Να το ένα πλευρό, να και το άλλο. Να και το απανωγόμι. Ο απαλέστης που είναι;” “Μπροστά θα είναι. ” Και φρρρρ φεύγανε όλα κοπάδι,να πάνε να τον βρούνε.
Ο καημένος ο άνθρωπος, όταν απομακρύνονταν τα καλκατζάρια, έβιαζε το μουλάρι, να κερδίσει λίγο δρόμο. Κι όταν τα άκουγε που ξαναέρχονταν, φλετούραγε η καρδούλα του. Κι έτσι το πηγαίνανε, πάνω-κάτω κι έλεγαν κι εκείνο το ωραίο. Με τα πολλά όμως άρχισαν να καλοβλέπουν το απανωγόμι και ήθελαν να το ξεσκεπάσουν. Ευτυχώς ,φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού. Η οικογένεια του απαλέστη, ανησύχη που άργησε ο νοικοκύρης τους ,άναψαν το λαδοφάναρο ,πήραν και τα αναμμένα δαβλιά στα χέρια και κίνησαν να τον απαντήσουν. Και εκεί που οι καλκάτζαροι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν τη λιοπάνα, φάνηκε το φως. Και έβγαλε φωνή δυνατή.” Βοήθεια, καλκατζάρια,”
Τρέξανε γρήγορα όλοι, πεταχτήκανε και οι γειτόνοι και αυτοί με τα δαυλιά στα χέρια και μόλις είδαν οι καλκάτζαροι τις φωτιές, πάνε, χαθήκανε και γλύτωσε ο άνθρωπος. Τον πήγανε στο σπίτι και παλεύανε να τον φέρουν στα σύγκαλά του που κοντέψανε να τον φάνε τα καλκατζάρια. Τι τρομάρα που πήρε….
Επιμέλεια κειμένου,
Δήμητρα Μαρμαρινού.