Το μάζεμα του καπνού, γινόταν πολύ πρωί. Νύχτα. Η γιαγιά μου η Ελένη με έπαιρνε μαζί. Δεν έκανε να μείνει μοναχό του το κορίτσι στο σπίτι. Και κάτι βοηθούσα .Τα μικρά χεράκια ενός παιδιού και τα τρεμάμενα ενός γέροντα, ήταν πολύτιμα στα χωριά μας.
Αρχίζαμε να κόβουμε τα καπνόφυλλα μέσα στο σκοτάδι. Μόλις που βλέπαμε. Τα τοποθετούσαμε προσεκτικά σε μεγάλα κοφίνια. Η δουλειά προχωρούσε και σιγά σιγά, άρχιζε να γλυκοχαράζει. Μέσα από τα ανθισμένα καπνόφυτα, ύψωνόταν η πύρινη σφαίρα του ήλιου και αντιφέγγιζε στην κορυφή του Αρτεμισίου. Τι ωραία ανατολή από τα ψηλώματα του Μερκουρίου και τι ανάλαφρο κλίμα. Να ξυπνάς κάθε πρωί καινούριος άνθρωπος. Να ξαναγεννιέσαι. Η μεγίστη αξία της ζωής όμως για εμένα, ήταν το ότι ευρισκόμουν κοντά στην γιαγιά μου την Ελένη.
Συνεχίζαμε την εργασία μας όσο είχε δροσιά. Μόλις ανέβαινε για τα καλά ο ήλιος, σταματούσαμε. Σκεπάζαμε τα κοφίνια, τα φορτώναμε στα μουλάρια μας, την Κούλα και τον Καρά, βάζανε και εμένα επάνω στο γαϊδουράκι μας το Γρίβα, και επιστρέφαμε στο σπίτι.
Στρώναμε κάτω απ’ τον ίσκιο της συκιάς και αρχίζαμε το βελόνιασμα. Η βελόνα του καπνού, ήταν πλατιά και μακριά ,περίπου 40 εκ. και πολύ μυτερή. Πίσω ήταν περασμένη μιά γερή κλωστή. Τρυπούσαμε τα φύλλα προσεκτικά να μην σπάσουν. Όταν ήταν πλήρης η βελόνα, τα προωθούσαμε στην κλωστή. Σαν γέμιζε και η κλωστή καλά, δέναμε τις δύο άκρες της, από τις άκρες ενός ξύλου και το κρεμούσαμε στην λιάστρα. Τα ξύλα ήταν όλα το ίδιο μήκος και είχαμε έτοιμα πολλά. Τελειώναμε, καλό μεσημέρι και τρώγαμε κάτι λιτό. Οι μεγάλοι έπιναν δυο ποτήρια κρασί για να τους περάσει η κούραση. Το άλλο πρωί, αχάραγα, πάλι τα ίδια, ως το τέλος του καλοκαιριού.
Το λιάσιμο ήθελε και αυτό τον τρόπο του. Τέλος, τα αποξηραμένα φύλλα τα “τέγκιαζαν “.Τα έκαναν ωραίες μπάλες ορθογώνιες, όπως το τριφύλλι. Μόνοι τους. Χωρίς ειδικά εργαλεία. Ήταν αριστοτεχνικές και έτοιμες προς πώληση.
Αυτή ήταν η εργασία του καπνού, όπως την έζησα και όπως την θυμάμαι. Το δε βελόνιασμα, ήταν η χαρά των παιδιών. Τρέχαμε με μεγάλη προθυμία να βοηθήσουμε. Το φίλεμά μας στο τέλος; “Έλα μ’ δώ πουλάκι.” Μία πολύτιμη σφελίδα ψωμί.
Επιμέλεια κειμένου Δήμητρα Μαρμαρινού.