Ο άνθρωπος δεν τα περιμένει όλα από τη θεία εύνοια. Φροντίζει και ο ίδιος να εκμεταλλευτή με ποικίλους τρόπους την παρουσία της. Αυτό συμβαίνει π.χ. με τη φωτιά ,που ανάβουν στο τζάκι του σπιτιού τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Μια τέτοια νύχτα ,κρύα και παγωμένη, πρέπει σε κάθε σπίτι να καίει διαρκώς η φωτιά. Πρέπει να καίει όχι μόνο γιά να διώχνει μακριά τους ενοχλητικούς και τους απρόσκλητους Καλικάντζαρους, αλλά και σαν μιά μικρή συμβολή, γιά να ζεσταθή ,όπως λένε ο μικρός Χριστός. Γιά το λόγο τούτο, το πιο διαλεχτό και το πιο μεγάλο κούτσουρο, φυλαγμένο έώς τότε, το προσκομίζουν στο τζάκι την παραμονή και το ραίνουν με αμύγδαλα και καρύδια ,με τους ξηρούς δηλαδή καρπούς της περασμένης χρονιάς. Τα μικρά παιδιά του σπιτιού έχουν μοναδική τους έγνοια, πως να τρέξουν και να μαζέψουν τα “καταχύσματα” τούτα, όπως το ίδιο κάνουν και στους γάμους, φροντίζοντας να μαζεύουν τα κουφέτα με τα οποία ραίνουν νύφη και γαμπρό.
Πίσω όμως από τις εύθυμες παιδικές φωνές, το έθιμο τούτο εκφράζει το “καλωσόρισμα ” της οικογενείας στον μεγάλο κορμό, που φέρνει τώρα το ιερό όνομα “Χριστοξυλο” και που σε λίγο θα χαρίση την ποθητή θαλπωρή. Σε μερικά μέρη ,τη φωτιά τούτη που ανάβουν, τη σταυρώνουν τρείς φορές, χύνοντας πάνω της σταυρωτά κρασί κόκκινο. Επιζή δηλαδή ακέρια η αρχαία τελεστική” σπονδή” που συνηθιζόταν να γίνεται στην ιερή εστία του οίκου.
Τόσο πολύ κυριαρχεί ο σύνδεσμος της γεωργικής ζωής με τη χριστουγεννιάτικη φωτιά, ώστε σε μερικά μέρη φέρνουν κοντά στο τζάκι και το ίδιο το υνί του αλετριού, το θαυματουργό εκείνο σύνεργοτηςσποράς. Τώρα το ακουμπούν πλάι στη φωτιά. Την ίδια νύχτα βάνουν επάνω στο υνί κάρβουνα και λιβάνι και κρατώντας το στα χέρια, γυρίζουν και θυμιάζουν όλο το σπίτι, πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο και προπάντων πηγαίνοντας κάτω στο σταύλο ,γιά να θυμιάσουν από κοντά και τα ζώα και τα άλλα γεωργικά σύνεργα .Σε άλλα πάλι μέρη μεταφέρουν και ολόκληρη την “αλετροπόδα” και την αποθέτουν κοντά στο τζάκι. Γίνεται με αυτό τον τρόπο ένα ακόμη βήμα προς την φροντίδα να ενώσουν αδιάσπαστα την ιερή δύναμη της Χριστουγεννιάτικης φωτιάς με τις γεωργικές δουλειές τους και έτσι να δυναμώσουν την επίδραση και να εξασφαλίσουν το καλό αποτέλεσμα.
Μία άλλη έκφραση της ίδιας πλευράς γεωργικού βίου εξακριβώνει κανείς στον άνθρωπο που θα πρωτοέρθη σε επαφή με την ιερή τούτη φωτιά. Τέτοια στιγμή, πρώτη στιγμή και γιά τούτο σπουδαία, έχει ξεχωριστή σημασία το ποιος θα είναι ο άνθρωπος και ποιοί οι λόγοι που εκείνος θα ειπή. Γιατί ευχές, ειπωμένες σε κρίσιμη στιγμή, δεν μένουν “έπεα πτερόεντα “και λόγοι μάταιοι, αλλά κολλούν σαν το ζεστό σίδερο και κάνουν τους λόγους έργα.
Ακριβώς γι’ αυτό διαλέγουν ένα παιδί, το ποιό τυχερό, ένα “μαννοκυρουδάτο”, έναν “παίδα αμφιθαλή”και εκείνο θα βάλουν να ανακατέψη πρώτο τη φωτιά. Του δίνουν ένα μακρύ ραβδί και το ορμηνεύουν τι θα ειπή. Και τότε εκείνο ,ανακατεύοντας τη φωτιά, λέει τη σπουδαία ευχή, που είναι μαζί και προφητεία: “Πουλιά, κατσίκια, αρνιά και γρόσια !” Εύχονται δηλαδή πολλά πουλιά να κάμουν την άνοιξη οι κλώσσες ,πολλά κατσίκια και πολλά αρνιά να γεννήσει το κοπάδι του σπιτιού, πολλά να είναι και τα γρόσια που θα μπούν στο πουγγί του νοικοκύρη. Τέσσερες λέξεις ,περιέχει η παιδική ευχή.Τέσσερες λέξεις, πού όμως επιμένουν να εκφράζουν το ίδιο άσβηστο όνειρο των Ελλήνων αγροτών.
Αλλά και όταν θα έρθη των Θεοφανείων και θα τελειώση το Δωδεκαήμερο ,ακόμη και τότε τα υπολείμματα της ιερής φωτιάς των Χριστουγέννων, υπολείμματα από το ιερό “Χριστόξυλο”,πιστεύουν ότι κλείνουν μέσα τους ιδιότητες χρήσιμες γιά την σοδειά των χωραφιών. Για τούτο ,σε μερικά μέρη, μαζεύουν τη στάχτη και πηγαίνουν και τη ρίχνουν στο νιόβγαλτο γέννημα στα χωράφια. Τους κάνει καλό, έτσι το βρήκαν παπουδικό και έτσι έχουν να λένε. Εξ άλλου, μερικά μισοκαημένα δαυλιά τα παίρνουν και τα παραχώνουν στα χωράφια. Άκαρπα δέντρα θα καρπίσουν ,χαλάζι και αναποδιές θα κρατηθούν μακρυά, έτσι πιστεύουν. Βέβαια, τα τελευταία αυτά ξεφεύγουν από τη λατρεία και προχωρούν στη δεισιδαιμονία. Αλλά και έτσι ακόμη, εξακολουθούμε να αντικρύζουμε τον ίδιο σταθερό χαρακτήρα των ελληνικών Χριστουγέννων. Και είναι ο γεωργικός χαρακτήρας, η έγνοια γιά τα αποτελέσματα της σποράς, όνειρο άσβηστο της αγροτιάς, όσο άσβηστη φροντίζουν να διατηρούν και τη φωτιά στο τζάκι τους σ’ όλόκληρη τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Όπως όλοι καλά το γνωρίζουμε, ο γεωργικός κόσμος αποτελεί στην Ελλάδα τον κορμό του έθνους. Σωστότερο, λοιπόν, είναι να παραδεχθούμε, ότι τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, που πιό πάνω γνωρίσαμε, δεν μας φανέρωσαν μιάν επαγγελματική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Το σωστότερο είναι ότι μας αποκάλυψαν μιά σημαντική, και ψυχολογικά μιά συγκινητική, άποψη του εθνικού μας βίου.
Κείμενον: Κ. Ρωμαίου.
Πηγή: ΕΛΛΑΣ μεγάλη εικονογραφημένη λαογραφία, γεωγραφία, ιστορία.
Εκδόσεις Χρ.Γιοβάνη. Τομος 1ος.